Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2012

«Δεξιός λαϊκισμός και εξτρεμιστική δεξιά: Παρενέργειες του μετακομμουνισμού ή «κανονικές παθολογίες» της δημοκρατίας;»

Tης Βασιλική Γεωργιάδου*

Μιλώντας για το Λαϊκισμό και την Άκρα Δεξιά στα Βαλκάνια δεν κάνουμε μια άλλη συζήτηση από εκείνη σχετικά με το Λαϊκισμό και την Άκρα Δεξιά στη μεταπολεμική Ευρώπη. Οι βασικές προϋποθέσεις της λαϊκιστικής κινητοποίησης και του ακροδεξιού φαινομένου είναι πάνω κάτω οι ίδιες.
Ποια είναι η Άκρα Δεξιά
Μιλώντας κανείς για την Άκρα Δεξιά εμπλέκεται –αναγκαστικά– σε ζητήματα που αφορούν καταρχάς τις έννοιες: είναι εξτρεμιστική και ριζοσπαστική ή λαϊκιστική και αντισυστημική η Ακρα Δεξιά; Τέτοια ζητήματα αφορούν, επίσης, την εξέλιξη του φαινομένου: είναι η Ακρα Δεξιά ένα ενιαίο και ομοιογενές φαινόμενο ή, αντιθέτως, πρόκειται για 
κάτι που μεταβάλλεται και προσαρμόζεται στην πολιτική συγκυρία; Ανήκει στη συγκυρία ή η ιστορία συνδιαμορφώνει το πλαίσιο για την εμφάνιση και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που θα προσλάβει η Ακρα Δεξιά;
Στη διεθνή βιβλιογραφία, η Ακρα Δεξιά εξετάζεται ως ένα φαινόμενο του μεταπολεμικού κόσμου: εμφανίστηκε μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ως μια περιθωριακή πολιτική δύναμη: ένα νέοφασιστικό δημιούργημα σε έναν μετάφασιστικό κόσμο.
Παρότι στην αρχή δε διαδραμάτισε σημαντικό πολιτικό ρόλο, δημιούργησε τις προϋποθέσεις συνέχειας στο μεταπολεμικό κόσμο των αρχών του Αντιδιαφωτισμού: δηλαδή του εθνικισμού, του αυταρχισμού, του αντιοικουμενισμού, της ιδεολογίας της ανισότητας. Επιπλέον, η εμφάνισή της δημιούργησε ένα πρώτο ρήγμα στο πνεύμα συναίνεσης των πολιτικών δυνάμεων, που ήθελαν μια Ευρώπη δημοκρατική. Η Ακρα Δεξιά –χωρίς να επιζητά ευθέως την επιστροφή σε ένα status quo ante– εξέφραζε νοσταλγία γι’ αυτό και ακολουθούσε στρατηγικές που υπονόμευαν το δημοκρατικό καθεστώς.
Τη δεκαετία του 1970 μετακινείται από το περιθώριο στο προσκήνιο της πολιτικής. Αυτό συνέπεσε με τις εξελίξεις του μεταβιομηχανισμού και μεταϋλισμού (R. Inglehart), δηλαδή με τη μετατόπιση του κέντρου βάρους της παραγωγής από τη βιομηχανία στις υπηρεσίες, τη συρρίκνωση της εργατικής τάξης υπέρ των μεσαίων στρωμάτων και την αλλαγή στις αξίες, με το οικονομικό και οικουμενικό υπόβαθρό τους να υποχωρεί έναντι των ευδαιμονικών, αλλά και των εθνοκεντρικών αξιών. Η Ακρα Δεξιά μεταμορφώθηκε σε έναν συλλέκτη διαμαρτυρίας των παλιών μεσαίων στρωμάτων, των ελεύθερων επαγγελματιών, των μη-κρατικοδίαιτων υπαλλήλων. Ο λαϊκιστικός αντικρατισμός της την κατέστησε επιλέξιμη από ψηφοφόρους που δεν μοιράζονταν απαραιτήτως τις ιδεολογικές της αρχές. Με τα χαρακτηριστικά του συλλέκτη διαμαρτυρίας, η Ακρα Δεξιά αποχρωματίζεται ιδεολογικά (στα μάτια των εκλογέων δεν αποτελεί πια ένα νεοφασιστικό μόρφωμα αλλά ένα μεταφασιστικό δημιούργημα)· γίνεται έτσι (δυνητικά) επιλέξιμη από δυνάμεις που κινούνται εντός και εκτός του ακραίου δεξιού πόλου.
Τα δεδομένα και οι εξελίξεις της δεκαετίας του ‘90 αποτελούν μια καινούργια πρόκληση για την Ακρα Δεξιά. Η πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων, το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης και τα ρεύματα της μετανάστευσης δημιούργησαν νέες πραγματικότητες για τα εθνικά κράτη και τις πολιτικές-ιδεολογικές ταυτότητες. Σε μια εποχή ραγδαίας επιτάχυνσης της Ιστορίας που προκαλούσε παγκόσμιες ανατροπές (P. Milza), η Ακρα Δεξιά προτάσσοντας τις ιδεολογικές της παρακαταθήκες (εθνικισμός, αντιοικουμενισμός, ιδεολογία της ανισότητας/”διαφορική ισότητα”) μετατράπηκε σε έναν αναδευτή και συλλέκτη των φόβων, της ανασφάλειας, του θυμού, των προκαταλήψεων ανθρώπων που βίωναν τραυματικά τη ρευστοποίηση των προσωπικών τους, καθώς και των πολιτικών και συλλογικών ταυτοτήτων. Είναι η Ακρα Δεξιά που βλέπουμε γύρω μας: εθνοκεντρική, ξενοφοβική, αντιμεταναστευτική, που “περιφρονεί την αρχή της ισότητας” (Zeev Sternhell) και καλλιεργεί το φθόνο και τη μνησικακία μεταξύ των πολιτών (Η.-G. Betz, Th. Lipovats & N. Demertzis).
Η Ακρα Δεξιά ευδοκιμεί προπάντων σε μεταβατικές περιόδους. Το τέλος του πολέμου το ‘45, ο μεταβιομηχανισμός τη δεκαετία του ’70, ο μετακομμουνισμός τη δεκαετία του ’90, αλλά και η επίταση των διεργασιών της παγκοσμιοποίησης σήμερα αποτελούν παραδειγματικές καταστάσεις μετάβασης, στη διάρκεια των οποίων το (εθνικό, εθνικο-κομμουνιστικό, κοινοτιστικό) παρελθόν ξυπνά και οι αμυντικές στάσεις απέναντι στη νέα πραγματικότητα διεγείρονται: είδαμε π.χ. σε βαλκανικές χώρες να ζωντανεύουν φαντάσματα του μεσοπολεμικού πρωτοφασισμού, να ξαναγίνονται γοητευτικές αλυτρωτικές ιδέες, σχέδια εθνικού κομμουνισμού και υπερεθνικισμού. Ο εθνικισμός, το αίσθημα απειλής της εθνικής ταυτότητας, η εθνικο-πολιτισμική προτεραιότητα είναι η νοητή γραμμή που διασυνδέει τη λαϊκιστική ακροδεξιά οπουδήποτε και οποτεδήποτε κι αν αυτή εμφανίζεται, από τη Βαλκανική μέχρι τη Σκανδιναβική Χερσόνησο και από τις παλιές δημοκρατίες έως τις νεότερες.
Όμως η λαϊκιστική Ακρα Δεξιά δεν είναι μόνο προϊόν της μετάβασης, μια παρενέργεια των κοινωνικών ανατροπών. Παρότι σε μεταβατικές καταστάσεις παρατηρείται έξαρση του λαϊκισμού και του εξτρεμισμού, ο λαϊκισμός και η ενίσχυση των άκρων αποτελούν “φυσιολογικές παθολογίες” των δυτικών δημοκρατιών (Ε.Κ. Scheuch & H.D. Klingemann): επειδή πάντα οι αξιώσεις μας από τη δημοκρατία θα είναι περισσότερες από όσα τα συστήματα δημοκρατικής διακυβέρνησης μπορούν να υλοποιήσουν, το μόνιμο χάσμα μεταξύ προσδοκιών από τη δημοκρατία και δημοκρατικής πραγματικότητας αποτελεί εγγενή προϋπόθεση για την ανάδειξη του λαϊκισμού και του εξτρεμισμού μέσα σε νεότερα αλλά και σε εδραιωμένα δημοκρατικά περιβάλλοντα (βλ. M. Canovan).
Επιδιώξεις
Το ερώτημα είναι επίκαιρο στην Ελλάδα. Επίσης, τίθεται και επανατίθεται από τη δεκαετία του 1970, όταν –για πρώτη φορά στην Αυστρία το 1970– η λαϊκιστική άκρα δεξιά άρχισε σποραδικά να συμμετέχει (τυπικά και άμεσα ή έμμεσα) στη διακυβέρνηση.
Τι κάνουν οι ακραίες και λαϊκιστικές δυνάμεις σε ένα δημοκρατικό πολιτικό σύστημα και πόσο ανεκτικό μπορεί να είναι το τελευταίο απέναντί τους;
Το ερώτημα παραπέμπει καταρχάς στην αξιολόγηση του φρονήματος των λαϊκιστών και των ακραίων δεξιών: είναι ο συγκεκριμένος χώρος δημοκρατικός, κινείται εντός του συνταγματικού πλαισίου ή πρόκειται για έναν χώρο αποτελούμενο από challengers που κινούνται ζικ-ζακ εντός και εκτός του ορίου της δημοκρατικής τάξης;
Παρότι λαϊκιστικές και ακροδεξιοί ομνύουν στο όνομα του Λαού και δηλώνουν πίστη στη συνταγματική τάξη, ωστόσο υπερασπίζονται μια κοινοτιστική και οργανική ερμηνεία των αρχών του φιλελεύθερου συντάγματος, διαθέτουν μια συσταλτική αντίληψη της αρχής της ισότητας και μια αντικομματική στάση, καθώς θεωρούν τα κόμματα διαιρέτες της θέλησης του Λαού και τον ηγέτη (όχι τους διαμεσολαβητικούς θεσμούς) γνήσιο διερμηνευτή της λαϊκής θέλησης.
Τέτοιες δυνάμεις, λαϊκιστικές και ακραίες, όταν μετέχουν στη διακυβέρνηση προσαρμόζονται στο δημοκρατικό πολιτικό σύστημα ή, αντιθέτως, το μετακινούν σε ακραίες τοποθετήσεις και αποφάσεις; Αλλιώς: απορροφώνται από το σύστημα της διακυβέρνησης οι δυνάμεις του λαϊκισμού και των άκρων όταν τις ανατίθενται ευθύνες σε επίπεδο κεντρικής πολιτικής ή μια τέτοια ανάθεση ευθυνών δικαιώνει τις αντισυστημικές και αντικοινοβουλευτικές στάσεις τους;
Εξετάζοντας τις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες λαϊκιστικά και ακραία κόμματα έχουν συμμετάσχει σε κυβερνήσεις συνεργασίας ή έχουν στηρίξει κοινοβουλευτικά κυβερνήσεις μειοψηφίας, καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι αυτά δεν γίνονται ούτε πιο θεσμικά ούτε πιο ριζοσπαστικά εξαιτίας μιας τέτοιας συμμετοχής. Η λαϊκιστική δεξιά κουβαλά μαζί της στις τυπικές ή άτυπες διακυβερνητικές θέσεις που αναλαμβάνει την (λιγότερο ή περισσότερο ριζοσπαστική) προσωπικότητά της. Έτσι, αν βρίσκεται σε φάση θεσμοποίησης όπως π.χ. η Alleanza Nationale του Fini ή, αντιθέτως, αν βρίσκεται σε φάση ριζοσπαστικοποίησης όπως π.χ. το Schweizerische Volkspartei του Blocher, η συμμετοχή στη διακυβέρνηση λειτουργεί ως πολιτική ευκαιρία προκειμένου ο χώρος του λαϊκισμού και των άκρων να προχωρήσει προς μια προοπτική που έχει δρομολογηθεί.
Μπορεί να μην επηρεάζεται η παραγωγή πολιτικής από τη συμμετοχή λαϊκιστών και ακροδεξιών στην κυβέρνηση κατά τρόπο διαφορετικό από ό,τι αυτό ήδη συμβαίνει από την ίδια την παρουσία και τη δράση τους στην πολιτική και κομματική σκηνή, όμως μια τέτοια συμμετοχή χαλαρώνει προς τα κάτω τα όρια της δημοκρατικής ανοχής. Αν η δημοκρατία δεν θέτει αυστηρές προϋποθέσεις όσον αφορά τους δρώντες και τους ρόλους που αυτοί μπορούν και πρέπει να αναλάβουν, τότε το ιδεολογικό φορτίο του λαϊκισμού, του εθνικισμού και του εξτρεμισμού γίνεται υιοθετήσιμο χωρίς αναστολές από πολλούς, γίνεται κοινωνικά αποδεκτό, εν τέλει φαίνεται πολιτικά ανώδυνο.
Σε ποιους απευθύνεται
Από τη δεκαετία του 1990 η πολιτική και ιδεολογική απο-ουσιαστικοποίηση του δεξιού λαϊκισμού και της Ακρας Δεξιάς είναι μια υπαρκτή πραγματικότητα.
Ήταν η εποχή που από μελετητές του ακροδεξιού και νεολαϊκιστικού φαινομένου παρατηρήθηκε κάτι πολύ ενδιαφέρον: η Ακρα Δεξιά είχε διεισδύσει στους ανειδίκευτους εργάτες και τα χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα, υψηλός αριθμός των οποίων, αντί να ψηφίζει π.χ. Κομμουνιστές ή Σοσιαλιστές, ψήφιζε Ακρα Δεξιά. Πρόκειται για το φαινόμενο του “εργατο-λεπενισμού”, όπως αποκλήθηκε στη Γαλλία (φαινόμενο προλεταριοποίησης).
Τα πολυσυλλεκτικά κόμματα εγκαταλείπονται από τους παραδοσιακούς εκλογείς τους και το κομματικό σύστημα βρίσκεται σε κρίση, η Ακρα Δεξιά διεκδικεί -αδιακρίτως άλλων γνωρισμάτων τους- απογοητευμένους ψηφοφόρους από παντού: τη βιομηχανική εργατική τάξη, τους ηλικιωμένους και τις νοικοκυρές, τους νέους που φοβούνται για το μέλλον τους, τους απασχολούμενους σε επισφαλή επαγγέλματα και όσους δεν έχουν ικανότητα διαπραγμάτευσης στην αγορά.
Δε γνωρίζουμε αν τα κόμματα της Ακρας Δεξιάς θα εξελιχθούν σε “νέα κόμματα μαζών” τώρα που τα παλιά καταρρέουν, ούτε αν θα γίνουν “τα σύγχρονα εργατικά κόμματα” όπως ισχυρίζονται αρκετοί μελετητές τους. Διαθέτουν, ωστόσο, αυξανόμενη επιρροή και διεμβολίζουν τα παραδοσιακά κόμματα, εξελίξεις που επιτάθηκαν όταν η λαϊκιστική και ακραία δεξιά βρέθηκαν στο προσκήνιο της πολιτικής σκηνής, όταν τελείωσε η καραντίνα στην οποία την είχε βάλει η μεταπολεμική πολιτική ελίτ.
Στα Βαλκάνια
Η ΑΤΑΚΑ στη Βουλγαρία και το Κόμμα της Μεγάλης Ρουμανίας είναι υπερεθνικιστικά μορφώματα, με επιθετικό λαϊκιστικό λόγο, που έχουν πολλές συνάφειες με τα εθνικο-σοβινιστικά κόμματα της βορειοευρωπαϊκής ακροδεξιάς: είναι αφενός υπέρ ενός ισχυρού κράτους πρόνοιας οι υπηρεσίες του οποίου προορίζονται αποκλειστικά και μόνο για την εθνική κοινότητα των γηγενών, αφετέρου είναι κόμματα αυταρχικά, που στρέφονται κατά των μειονοτήτων, ευρωσκεπτιστικά, επιρρεπή στη συνωμοσιολογία, αλλά και στο διπλό λόγο: ο Siderov με περισσή ευκολία περνά από τον αντισυστημικό λόγο στη στήριξη της κυβέρνησης του Μπόρις Μπορίσοφ, από την καταγγελία του Μπορίσοφ ως πράκτορα των Αμερικανών στην υπεράσπισή του – αλλά και ο Tudor από ακραίος αρνητής του Ολοκαυτώματος και αντισημίτης μετατράπηκε σε προσκηνητή του Άουσβιτς και φίλο του Ισραήλ
Η Ακρα Δεξιά ευδοκιμεί σε μεταβατικές εποχές και στα δίχτυα της μπλέκονται συνήθως οι χαμένοι από τη μετάβαση· όσοι δεν ευνοούνται στις συνθήκες της νέας εποχής ή και όσοι φοβούνται ότι δε θα τα καταφέρουν. Το κενό που δημιουργείται σε μεταβατικές περιόδους για τους χαμένους έρχεται να καλύψει η επιλεκτική και νοσταλγική χρήση του παρελθόντος από τους λαϊκιστές και τους ακραίους, η φαντασίωση που δημιουργούν μιας συνεκτικής κοινότητας που ήταν στο παρελθόν παρούσα και μπορεί να αναβιώσει στο παρόν, αρκεί οι εθνικο-πολιτισμικά διαφορετικοί, οι εχθροί του Λαού, οι ξένοι και οι μεγάλες οικονομικές δυνάμεις να μην ναυαγήσουν μια τέτοια προοπτική.
Η Ακρα Δεξιά και ο Λαϊκισμός στα Βαλκάνια πάνε με γρήγορο βηματισμό: εξελίξεις πέντε περίπου δεκαετιών για το χώρο της ακροδεξιάς στη Δυτική Ευρώπη, που κάλυψαν μια απόσταση από τον νεοφασισμό έως το μεταφασισμό και τον νεολαϊκισμό, διανύονται στον καθαυτό μετακομουνιστικό κόσμο σε λιγότερο από δύο δεκαετίες. Οι συντομευμένες αυτές διαδρομές της ιστορίας κάνουν τα φαινόμενα πιο έντονα και τη μετατροπή τους λιγότερο σταθερή, χωρίς να σημαίνει ότι τα ίδια τα φαινόμενα του δεξιού λαϊκισμού και της άκρας δεξιάς είναι ριζικά διαφορετικά από ομόλογα φαινόμενα του δυτικοευρωπαϊκού κόσμου.

*Αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. Συγγραφέας του βιβλίου Η Άκρα Δεξιά και οι Συνέπειες της Συναίνεσης, Αθήνα 2008.



Δεν υπάρχουν σχόλια: